Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΝΕΚΡΩΣΙΜΟ

ο νεκρός ήταν αμείλικτος
πάγωσα
μπροστά στο πρόσωπο του θανάτου
μια σκούφια τρίχες εκεί που κυμάτιζαν κάποτε ανέμελα κατσαρά μαλλιά
σ' ένα πρόσωπο συνήθως φωτεινό γελαστό
πλαισιωμένο από χαρούμενες ρυτίδες
τώρα οι ρυτίδες είχαν χαθεί
και το γκρίζο αδίστακτο αδυσώπητο θανατερό σε κρατούσε εκεί
μια γκρίζα μεταλλική πέτρινη μάσκα
μια τεντωμένη μάσκα σ' ένα τεντωμένο  χρόνο
στην απουσία κάθε έκφρασης, κάθε χρώματος
δεν έκρυβε τίποτε από αυτό που λέγεται τέλος και θάνατος
δεν σου άφηνε κανένα περιθώριο
να ξεφύγεις
μ' αυτή την αμίλητη μολυβένια ακινησία
σαν να μας χώριζαν αιώνες
ο θείος που από μικρή είχα μάθει να βλέπω μεγάλο
κι ανακάλυψα στη νεκρώσιμη ανάρτηση πως μας χώριζαν μόνο δεκάξι χρόνια
ακίνητος εκεί
να σου λέει δεν υπάρχει
είμαι αλλού πια
νεκρός
τι ξεδιάντροπη αθανασία ήταν αυτό που ένοιωθα;
τι ντροπιασμένη;
γιατί αυτόν τον νεκρό τον είχα χάσει δυό φορές
σ' αυτό το παγωμένο πρόσωπο του θανάτου
έβλεπα διπλά ανελέητη την απουσία της ζωής
της πεπερασμένης θνητής ζωής
και της ζωής που θα μπορούσε να μου προσφέρει η μνήμη του
ποτέ δεν είχα σχέσεις μαζί του, ποτέ δεν επεδίωξα να τον επισκεφτώ
τα τελευταία χρόνια τον έβλεπα τυχαία στον δρόμο
ο ομοφυλόφιλος θείος της οικογένειας
αξιοπρεπής, κομψός, καλλιεργημένος, πάντοτε ευδιάθετος, οξυδερκής, σφαγιαστικά ειλικρινής, δε σου χάριζε τίποτα, ευφυώς αθυρόστομος όταν η ευθυκρισία του έκρινε πως το χρειαζόσουν
κοινωνικός με μια βαθιά συνείδηση αλληλεγγύης στον άνθρωπο, σε κάθε άνθρωπο
σε όλη του τη ζωή
δεν τον είχα επισκεφτεί ποτέ
με αυτή την άρρωστη εμμονή να κρατώ αποστάσεις από την οικογένεια
τον είχα χάσει δυό φορές
και το καταλάβαινα τώρα, μπροστά στο αμείλικτο πρόσωπο του θανάτου
δεν μπορούσα να τον αγγίξω, δεν ήθελα να τον αγγίξω
αυτή η φυγή ήταν μια τιμωρία
ανεπανόρθωτη αδιαπραγμάτευτη
αυτόν τον άνθρωπο τον είχα χάσει χρόνια πριν και το είχα επιλέξει εγώ
θείε Λευτέρη,
μόνο μια κούφια λέξη έχω να πω
Συγνώμη



 Boat on the river.
Polifitos Lake - Kozani

φωτογραφία Χρήστος Λαμπριανίδης